- προσκάμνω
- Α1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον(«προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek